υπερκλονώ

υπερκλονώ
-έω, Α
(για τη θάλασσα σε περίπτωση σεισμού) πλημμυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κλονῶ «ταράζω, σείω, τραντάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”